Μια Ιστορία θα σας πούμε…
Μια ιστορία θα σας πούμε. Μπορείς να την πεις και παραμύθι ή καλύτερα παραμυθοϊστορία. Η μισή είναι αλήθεια η άλλη μισή θα μπορούσε να ήταν αλήθεια. Ακούστε λοιπόν, την ιστορία ενός δέντρου που ήθελε να ζει μονάχο!
…Σου κάνει εντύπωση όταν το βλέπεις να στέκεται στην άκρη του βράχου μονάχο του. Στεναχωριέσαι. Νομίζεις πως είναι διωγμένο ή τιμωρημένο από τα υπόλοιπα δέντρα του δάσους. Ίσως πάλι να μη θέλησε ποτέ να ζήσει παρέα με τα υπόλοιπα δέντρα και να ήθελε να ζήσει μόνο του, επιλέγοντας τη μοναξιά! Όταν το βλέπεις, νομίζεις πως τα κλαδιά του είναι φτιαγμένα με τέτοιο τρόπο που είτε ετοιμάζονται να πετάξουν, είτε προσπαθούν να φτάσουν πιο κοντά στον ουρανό και τα αστέρια. Άλλες φορές πάλι, στέκονται στην άκρη του γκρεμού και σε προ(σ)καλούν να τα δεις και να τα θαυμάσεις για την αντοχή τους και την ανάγκη τους για επιβίωση, άσχετα αν μπροστά του απλώνεται ένας επικίνδυνος γκρεμός.
«Το δέντρο που στέκεται μονάχο», είναι ένα πεύκο πάνω σε ένα τεράστιο βράχο. Γλίτωσε από τρεις πυρκαγιές μέχρι τώρα σύμφωνα με άρθρο της τοπικής εφημερίδας, ενώ η ηλικία του, υπολογίζεται πως είναι μεγαλύτερη από 200 χρόνια. Οι κάτοικοι της περιοχής, έρχονται και του κρατούν συντροφιά για να μη νιώθει μόνο του, φέρνουν τα παιδιά τους, τους λένε διάφορες ιστορίες και τα μαθαίνουν να το αγαπούν.
Ένας απ’ αυτούς που έρχονται συχνά, είναι και ο κυρ Γιώργης. Οι μαθητές τον συνάντησαν όταν ήρθαν για να φωτογραφήσουν το «δέντρο που στέκεται μονάχο», αφού άκουγαν πολύ καιρό γι’ αυτό. Στην αρχή, τους κοίταξε λίγο παράξενα, γρήγορα όμως, κατάλαβε πως ήρθαν για να το θαυμάσουν και όχι για να του κάνουν κακό. Αφού γνωρίστηκαν και του συστήθηκαν του είπαν να τους πει λίγα λόγια για το δέντρο και την ιστορία του. Χαμογέλασε, έστριψε ως γνήσιος Κρητικός το παχύ μουστάκι του, κοίταξε με τα θολά γαλάζια του μάτια «τον πεύκο», όπως αποκαλούσε το δέντρο και τους είπε:
«Έρχομαι από μικιό κοπέλι εδώ και του μιλώ. Ναι, μη με κοιτάτε παράξενα. Του μιλώ και μου μιλεί, δε λέω ψέματα. Μπορείτε κι εσείς να μιλήσετε μαζί του, αλλά μόνο αν το θέλετε πραγματικά. Έχει να σας πει πολλά. Ο πατέρας μου τον αγαπούσε πολύ τον πεύκο και μου με έμαθε να τον αγαπώ κι εγώ. Με έστελνε αμούστακο ακόμα κοπέλι εδώ, να κάθομαι στη σκιά του μεγάλου βράχου και να βόσκω τα πρόβατα. Ήθελε να του κρατώ συντροφιά, να μη στέκεται αμοναχός του και στενοχωριέται. Ερχόμασταν πολλά κοπέλια από τα γύρω χωριά, βοσκούσαμε τα οζά μας και του μιλούσαμε».
Γεμάτοι περιέργεια οι μαθητές, του ζήτησαν να τους πει τι ήταν αυτό που του έλεγε «ο πεύκος». Με χαρά δέχτηκε και συνέχισε την αφήγησή του: «Ο μεγάλος πεύκος, από τότε μέχρι και σήμερα, μας λέει αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι οι άνθρωποι στη ζωή μας. Να αγαπούμε και να σεβόμαστε τη φύση, τα ζωντανά της πλάσματα, αλλά και αυτά που νομίζουμε πως δεν έχουν ζωή. Να, σαν τον μεγάλο βράχο που μπορεί να είναι μια πέτρα, δίνει όμως, ζωή στον πεύκο μας».
Σταμάτησε να τους μιλά για λίγο, κοίταξε για άλλη μια φορά το «μοναχικό δέντρο» και αφού σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια του, συνέχισε: «Ξέρετε, ο μοναχικός πεύκος, δε μας χάρισε ποτέ σκιά. Τον αγαπήσαμε για άλλο λόγο. Όταν ξαπλώναμε στη ρίζα του βράχου, δε μας έκρυβε τον ουρανό και τον ορίζοντα από τη ματιά μας. Όλα τα άλλα δέντρα αυτό κάνουνε. Σου χαρίζουν σκιά, σου κρύβουν όμως, τον ουρανό και τον ήλιο. Και τότε η ματιά σου μικραίνει κι εμείς δεν το θέλαμε αυτό. Να σας πω και τι έγινε πριν λίγα χρόνια. Κάποιοι γραμματιζούμενοι ήρθαν στο χωριό και μας είπαν ότι ο γεροπεύκος έπρεπε να κοπεί, για να μην πέσει ξαφνικά και σκοτώσει κανένα περαστικό ή κανένα κοπέλι που κάθεται στον βράχο. Μόλις μας το είπαν, ήρθαμε καμιά δεκαριά νοματαίοι και καθόμασταν μέρα και νύχτα και τον φυλούσαμε. Σιγά-σιγά, από δέκα, γίναμε είκοσι, μετά τριάντα, μετά πενήντα. Έρχονταν κι από τα γύρω χωριά άντρες, γυναίκες, μικιά κοπέλια μα και παπουδολαλάδες. Ζωστήκαμε τον βράχο και δεν αφήσαμε κανένα συνεργείο να ρθει να τον κόψει. Τα βράδια, όλοι τον ακούγαμε να μας λέει: «Αγαπήστε με άνθρωποι γι’ αυτό που είμαι. Όχι για τους καρπούς μου, ούτε για την ομορφιά μου, αλλά για την περηφάνια μου. Αγαπήστε τα χρόνια που στέκομαι εδώ, μονάχος και πολλές φορές έχω γίνει ένα με εσάς. Θυμηθείτε πόσοι μου είπατε τα μυστικά και τους έρωτές σας. Δείτε με σαν ένα ασκητή, σαν αυτόν που ζει στο Αγιονόρος και η ζωή του όλη είναι μια προσευχή! Μην αφήσετε να με κόψουν. Αφήστε με να ζήσω, να χαρίζω τις βελόνες μου στους γυπαετούς και να φτιάχνουν τις φωλιές τους. Αφήστε τα πετούμενα του ουρανού να κάθονται στον ίσκιο μου, να μου κελαηδούν και να μου λένε τα νέα του κόσμου. Αφήστε με να νιώθω περήφανος για τα κλαδιά μου, που αντέχουν στους βοριάδες».
«Τα καταφέρατε τελικά κυρ Γιώργη και δεν τον έκοψαν τον πεύκο», του είπε ένας συμμαθητής μας.
«Αμ, τι νομίζετε… Δε γινόταν να κοπεί ο γεροπεύκος. Ο πατέρας μου ήταν κι αυτός μικιό κοπέλι κι ο πεύκος στεκόταν εδώ, πριν απ’ αυτόν. Μεγαλώνανε παρέα. Μου έλεγε πως, οι παλιοί άνθρωποι λέγανε πως οι ρίζες του απλώνονται μέσα στην πέτρα και πίνουν ό,τι νερό κρατεί στα σπλάχνα της. Πρέπει να είναι αγίασμα αυτό το νερό, δεν εξηγείται αλλιώς, μου έλεγε. Γι’ αυτό να το αγαπάς κι εσύ. Και όταν γεράσεις να μάθεις στα παιδιά και στα εγγόνια σου να τον αγαπούν. Κι αυτά με τη σειρά τους, να μάθουν τα δικά τους παιδιά να τον αγαπούν». Ο κυρ Γιώργης κίνησε να φύγει. «Μόνο μια τελευταία κουβέντα πες μας, για να φύγουμε ακόμα πιο σοφοί», του φώναξαν οι μαθητές. Γύρισε, τους κοίταξε με τα θολά γαλάζια μάτια του και τους είπε: «Εκείνες τις μέρες, ξαγρυπνούσαμε σαν επαναστάτες. Τα καταφέραμε και μετά, μπορέσαμε να κοιμηθούμε ήρεμοι και γαλήνιοι. Βάλαμε κι εμείς το δικό μας πετραδάκι για να σωθεί λίγη ομορφιά της γης μας. Σειρά σας τώρα», τους είπε και χάθηκε στη στροφή του δρόμου.